κίτρινος Τύπος

κίτρινος Τύπος
Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847-1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο μελάνι σκωπτικά σκίτσα του σκιτσογράφου Άουτκολτ (βλ. λ.), τα οποία δημοσιεύονταν στις εφημερίδες του μεγαλοεκδότη Herst στο τέλος του 19ου αι. Στην Ελλάδα το φαινόμενο του κ.Τ. εμφανίστηκε, άμεσα ή συγκεκαλυμμένα, κυρίως στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α’ (1863-1913). Την τελευταία δεκαπενταετία ο κ.Τ. ταυτίστηκε εν μέρει με τις ταμπλόιντ, δηλαδή μικρού σχήματος, σκανδαλοθηρικές εφημερίδες. Κατ’ επέκταση ο χαρακτηρισμός αναφέρεται και σε άλλα ΜΜΕ (περιοδικά, τηλεοπτικά κανάλια) τα οποία χρησιμοποιούν τακτικές παραπληροφόρησης και συναισθηματικής χειραγώγησης του κοινού τους –μέσω και της δραματοποιημένης παρουσίας της είδησης– οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο 1.χλομός, κιτρινιάρης: Είναι πολύ κίτρινος. 2. αυτός που έχει το χρώμα του κίτρου ή του λεμονιού: Το αυτοκίνητό μου είναι κίτρινο. 3. «κίτρινη φυλή», το σύνολο των λαών που έχουν κίτρινη επιδερμίδα. 4. «κίτρινος τύπος», το σύνολο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Χάινριχ — (Heinrich Boll, Κολονία 1917 – 1985). Γερμανός λογοτέχνης. Έλαβε μέρος σε διάφορα μέτωπα κατά τον Β’ Παγκόσμιο pόλεμο, οπότε και αιχμαλωτίστηκε, για αρκετά χρόνια. Το 1945 επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κολονία και από το 1951 άρχισε… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • τασμανίτης — ο, Ν γεωλ. τύπος γαιάνθρακα με προσμίξεις ο οποίος έχει ενδιάμεση σύσταση μεταξύ καννελίτη και πετρελαϊκών σχιστολίθων, αλλ. λευκός γαιάνθρακας ή κίτρινος γαιάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tasmanite < Tasmania, νησί στον νότιο Ειρηνικό + κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”